Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Γιατί ηττήθηκε το ΕΑΜ;



Γιατί ηττήθηκε το ΕΑΜ;
Μία εναλλακτική πολιτική ανάγνωση της ήττας του μεγαλειώδους κινήματος της Εθνικής Αντίστασης.


Γιατί το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, το μεγαλύτερο κίνημα που δημιουργήθηκε ποτέ στον Ελλαδικό χώρο, το οποίο έφτασε να αριθμεί 2.000.000 μέλη και 100.000 ένοπλους αγωνιστές, και το οποίο ουσιαστικά νίκησε τόσο τους Γερμανούς όσο και τους ταγματασφαλίτες, οδηγήθηκε στη συμφωνία της Βάρκιζας και, συνεπακόλουθα, στον ανηλεή διωγμό και αφανισμό; Πώς έφτασαν οι δυνάμεις της Αριστεράς στη θέση του κυνηγημένου και του διωγμένου κατά την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας;

Η γερμανική κατοχή δημιούργησε ένα κενό εξουσίας στον Ελλαδικό χώρο – η παραδοσιακή πολιτική εξουσία, απομακρυσμένη στο Κάιρο ήταν ανύπαρκτη από τους αγώνες του λαού για ελευθερία και έλαβε την απαξίωση που της έπρεπε. Οι δοσίλογοι, μισητοί στα μάτια του λαού δεν είχαν καμία πιθανότητα να αντιμετωπίσουν την ορμητική αγωνιστικότητα των μαζών και διεσώθησαν μόνο χάρη στη στήριξη των Γερμανών και, στη συνέχεια, των Άγγλων. Το κενό που δημιουργήθηκε αποτέλεσε το ιδανικό έδαφος μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε ένα μεγαλειώδες κίνημα, που περιλάμβανε από μαχητικές απεργίες και διαδηλώσεις (που κατάφεραν να αναστείλουν την επιστράτευση που σχεδίαζαν οι Γερμανοί), συσσίτια και παράνομο τύπο, μέχρι εντυπωσιακές αντάρτικες ενέργειες και λαϊκή αυτό-οργάνωση στα χωριά της Ελεύθερης Ελλάδας. Μία πραγματική αναγέννηση, μία κοσμογονία έλαβε χώρα στα βουνά της Ελλάδας: πολιτιστικές δραστηριότητες, αυτό-μόρφωση, λαϊκά δικαστήρια, μία διοικητική δομή που ποτέ ως τότε δεν είχαν γνωρίσει τα απομακρυσμένα ορεινά χωριά και η οποία αγκαλιάστηκε από την πρωτόγνωρη συμμετοχή χιλιάδων απλών ανθρώπων που για πρώτη φορά πήραν τις ζωές τους στα χέρια τους.

Πολλά έχουν ακουστεί και γραφτεί, κυρίως σχετικά με το ρόλο της Αγγλίας, και μετέπειτα των ΗΠΑ, στην τελική συντριβή της Αριστεράς. Αν και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον κομβικό ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων (αφού είναι πασιφανές πως δίχως τη στρατιωτική συνδρομή τους, οι ντόπιες εθνικόφρονες δυνάμεις δεν θα είχαν καμία τύχη απέναντι στον ΔΣΕ, πόσο δε μάλλον απέναντι στον ΕΛΑΣ νωρίτερα) , όλες οι σχετικές αναλύσεις τείνουν να υποβαθμίζουν, ή και να αγνοούν ολότελα, τις ευθύνες του ίδιου του ΚΚΕ, και συγκεκριμένα το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούσε το κεντρικό του πολιτειακό αίτημα, η λαγοκρατία.

Το αίτημα της λαγοκρατίας, αν και αρχικά συνεπήρε τις αντιστεκόμενες μάζες (…γιατί έχει πρόγραμμα λαγοκρατία, ζήτω-ζήτω το ΕΑΜ), αποδείχθηκε προβληματικό μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Ο λαός, εξουθενωμένος μετά από 4 χρόνια κατοχής, στερήσεων και σκοτωμών, δεν ήταν πρόθυμος να δεχθεί μία κυβέρνηση λαγών. Το (πολιτικά ανώριμο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων) αίτημα για λαγοκρατία δεν βρήκε απήχηση σε ένα λαό ρημαγμένο, ο οποίος επιθυμούσε την επάνοδο στην ομαλότητα και μία ελεύθερη ζωή.

Αν στις ιαχές του πλήθους στην πλατεία Συντάγματος στις 18 Οκτωβρίου 1944 για ‘λαγοκρατία’ ο πολιτικάντης υπάλληλος των Άγγλων Γεώργιος Παπανδρέου ο Α’, εξαφανισμένος στο Κάιρο τα πύρινα χρόνια της Αντίστασης, έφτασε στο σημείο να απαντήσει το ιστορικό ‘πιστεύομεν και εις την λαγοκρατίαν’, αυτό το έκανε καθαρά για λόγους σκοπιμότητας, σε μια λαϊκίστικη προσπάθεια ενσωμάτωσης και αδρανοποίησης ενός κινήματος που είχε μόλις βγει νικηφόρο απέναντι στις δυνάμεις του ναζισμού. Ξεκάθαρα άνθρωπος των Άγγλων, ο Γεώργιος Παπανδρέου κέρδιζε απλώς χρόνο – γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η επερχόμενη Αγγλική επέμβαση, αλλά κυρίως η σταδιακή εξασθένιση της απήχησης του αιτήματος για λαγοκρατία, θα εξασφάλιζαν στην ντόπια αστική τάξη την επάνοδο στην εξουσία.

Γιατί είναι αλήθεια ότι η λαγοκρατία ήταν ξένη προς την πολιτική κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας. Το ΚΚΕ έχει κατηγορηθεί –και σωστά- ότι δεν ανέπτυξε ποτέ θεωρία και πρακτική προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα, προσκολλημένο όπως ήταν στη Μόσχα. Αυτός ο δογματισμός έμελλε να του στοιχίσει τελικά τη νίκη – η ιστορία είναι αμείλικτη: κάτι που πετυχαίνει σε μία κοινωνία, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβεί και σε μία άλλη. Μακριά λοιπόν από κάθε έννοια μηχανιστικού ντετερμινισμού, μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά πως η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία δεν ήταν διατεθειμένη να παραδώσει το τιμόνι της χώρας στους λαγούς, όσο και αν επιθυμούσε όντως μια βαθιά πολιτική και πολιτειακή τομή. Δεν υπήρχε η ιστορική εμπειρία, δεν υπήρχε η κατάλληλη θεωρητική προετοιμασία, δεν υπήρχε τελικά η εμπιστοσύνη στην εξουσία των λαγών.

Και φυσικά η ντόπια και η ξένη αντίδραση το χρησιμοποίησε αυτό στο έπακρο, διαστρεβλώνοντας φρικτά την έννοια της λαγοκρατίας και τρομοκρατώντας τον λαό σχετικά με τις υποτιθέμενα ολέθριες συνέπειες που θα είχε μία κυβέρνηση λαγών (θα σας πάρουνε τα σπίτια και τα χωράφια, θα σας σφάξουνε, κτλ.).  

Και να λοιπόν που οι προπολεμικοί άρχοντες του τόπου, όλοι αυτοί που τα χρόνια του αγώνα υπήρξαν απόμακροι, αδιάφοροι έως και εχθρικοί απέναντι στην Εθνική Αντίσταση, χωρίς καμία λαϊκή νομιμοποίηση, πλήρως απαξιωμένοι στα μάτια της κοινωνίας (όπως και μερικοί από τους ίδιους παραδέχονταν), η παραδοσιακή λοιπόν πολιτική και οικονομική εξουσία, που είτε συνεργάστηκε με τον κατακτητή είτε λούφαζε στο Κάιρο, βρέθηκε να ξανακυβερνά τον τόπο.

Η συνέχεια είναι γνωστή – τη βιώνουμε ως τις μέρες μας…


Στην επόμενη ανάλυσή μας θα αναφερθούμε στο ρόλο των αλόγων στην αποστασία του 1965.