Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Άρλεκιτ


της Νικολέττας Μπάστιον-Φαράκου




Ψύλλοι

Ήξερε πως μετά από αυτό δεν υπάρχει γυρισμός.
Μα ποιος την καρδιά να παρακούσει;

Ακούγοντας το ροχαλητό του Στέβεν από το δωμάτιο, παίρνει την απόφαση και ανοίγει το φερμουάρ από το καλαίσθητο δερμάτινο τσαντάκι του. Το ασημί iPhone λαμποκοπά. Τα δάχτυλα της χορεύουν στην touch screen, το ξεκλειδώνει και πηγαίνει στα απεσταλμένα (sent). Πάνω πάνω, είναι ένα με παραλήπτη (information) την ίδια, που της έστειλε σήμερα το πρωί από τη δουλειά: Τζένιφεν σε αγαπώ, θέλω να γίνεις η μητέρα των παιδιών μου.

Σκέφτεται το τηλεφώνημα που έκανε σήμερα το πρωί, προσποιούμενη την πελάτη, στο δικηγορικό γραφείο Millhouse & Coopers, στο οποίο εργάζεται ο Στέβεν. Ζήτησε τον Στέβεν Μπιούσαμικ, για να πάρει από την γραμματέα του την απάντηση που κλόνισε την βεβαιότητα πως ο Στέβεν είναι ο πρίγκιπας του παραμυθιού.

«Ο κύριος Μπιούσαμικ είναι σήμερα σε άδεια, και θα λείπει και όλη την υπόλοιπη εβδομάδα. Δοκιμάστε από Δευτέρα, ή, αν είναι κάτι επείγον, στο κινητό».

Το τηλέφωνο της είχε πέσει από τα χέρια. Η Μάριον, συνιδιοκτήτρια μαζί με την Τζένιφεν του Σαλονιού styling για κατοικίδια ”Lustro e gusto”, την είχε κοιτάξει ανήσυχη.
«Τζένιφεν, είσαι καλά; Φαίνεσαι χλωμή. Θέλεις λίγο ιπποφαές; »
«Θεέ μου Τζένιφεν! Εσύ κλαίς»
«Δεν είναι τίποτα Μάριον. Πρέπει να φύγω. Αέρα! Παιδιά, αέρα!»

Στο σπίτι σκούπισε τα δάκρυα της, έσπασε δύο πιάτα από την ταραχή της, έκανε ένα κρύο ντους και ετοίμασε στο φούρνο μικροκυμάτων δύο μερίδες γίγαντες του παππού από το executive catering frozen solutions και περίμενε τον Στέβεν να γυρίσει από τη «δουλειά».
Ο Στέβεν κατέφθασε ως συνήθως παρκάροντας το Audi στο στεγασμένο γκαράζ, διέσχισε το γκαζόν, πέρασε από τον βραχόκηπο, σκόνταψε σε έναν φωτιστικό νάνο και μπήκε στο σπίτι. Έβαλε τα δυνατά της να φανεί φυσιολογική.
«Αγάπη μου! Πάνω στην ώρα! Σου έχω ετοιμάσει την αγαπημένη σου λιχουδιά!»
«Τζένιφεν! Μπακαλιάρο aux prunes
«Άλλη μια ευκαιρία…πιο τραγανό ακόμα.»
«Ω Τζένιφεν…μωρό μου…γίγαντες του παππού! Δεν έπρεπε..» και την έσφιξε στα καλογυμνασμένα μπράτσα του. Μα το βλέμμα του ήταν κενό. Και εκείνη; με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά της…

Ο Στέβεν έτρεξε κατευθείαν στο ντους, ενώ εκείνο που την παραξένεψε, ήταν πως ξάφνου το σπίτι είχε γεμίσει ολάκερο από ένα βαρύ, γυναικείο άρωμα που δεν ήταν το δικό της.

Ο Στέβεν τραγουδούσε το beautiful του James Blunt στο μπάνιο, και όταν βγήκε με το μαύρο μπουρνούζι του, το νερό ακόμα κυλούσε από τους γκρίζους κροτάφους του και έσταζε πάνω στα ευκλείδεια ζυγωματικά του.

Εκάθισαν και τρώνε.

«Αγάπη μου, δεν άγγιξες το πιάτο σου» είπε μόλις κατέβασε και την τελευταία του μπουκιά. «Δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο και για μένα, χα-χα-χα» είπε καταπίνοντας τον τελευταίο γίγαντα. «Θα ξαπλώσω λίγο, είχα μία πολύ απαιτητική ημέρα, και, πίστεψέ με, το απόγευμά μου δεν θα είναι ευκολότερο. Έχουμε πάλι meeting. Το τίμημα της επιτυχίας – μερικές φορές αναρωτιέμαι: αξίζει;»

«Θεέ μου πόσο ελπίζω να μου λες αλήθεια, αν και δεν ξέρω τι να πιστέψω πια» σκέφτηκε η Τζένιφεν  και του χαμογέλασε. «όταν ξυπνήσεις, θα έχω το καφεδάκι σου έτοιμο, μαζί με δύο fair-trade cookies

Και τώρα, ακούγοντάς τον να ροχαλίζει, τρέμει σύγκορμη ψάχνοντας για εκείνο το sms, που εκείνος θα έχει ξεχάσει να σβήσει και για κείνη θα σημάνει το τέλος του πιο όμορφου παραμυθιού.

Στα απεσταλμένα δεν βρήκε κάτι το παράξενο. «Χριστέ μου» σκέφτηκε - «αν είναι καθαρά και τα εισερχόμενα, μπορεί όλα να είναι ένα παιχνίδι του μυαλού μου. Σίγουρα ο Στέβεν θα μπορεί να δώσει μια λογική απάντηση...» Ήθελε τόσο να τον πιστέψει. Ανοίγει τα εισερχόμενα (receiven):

«Ήσουν υπέροχος. Πατέρα και εραστή μου. Απόψε στις 19.30, στο γνωστό μέρος».

Το δωμάτιο στροβιλίζεται.

Το κινητό πέφτει από τα χέρια. Ήταν το δεύτερο τηλέφωνο που κατέστρεφε σήμερα.

Ο Στέβεν πετάχτηκε από το κρεβάτι. «Μωρό μου είσαι καλά; Τί ήταν αυτό;»

Όμως η Τζένιφεν ήταν ήδη στη λεωφόρο και έτρεχε. Έτρεχε ξυπόλητη και έκλαιγε, τραβούσε τα extension της και ούρλιαζε. 

Οι ουρανοί είχαν ανοίξει, και το νερό ορμητικό προσπαθούσε λες να ξεπλύνει τις αμαρτίες των ανθρώπων.


 Μούσκεμα

Μούσκεμα, αφού είχε διανύσει τρέχοντας και ουρλιάζοντας το μισό Μανχάταν, έφτασε στο σπίτι της Μάριον.
Το έντρομο βλέμμα της Μάριον μετατράπηκε σχεδόν αμέσως σε μια ζεστή αγκαλιά. «Εσύ είσαι μούσκεμα…έλα μέσα κοριτσάκι μου. Έλα καλό μου».

Φορώντας πετσετέ πιζάμα και μια καρό πουκαμίσα που μοσχοβολούσε από το μαλακτικό Limonati e Mirodati της Μάριον, καθισμένη οκλαδόν στον γκρι καναπέ Markus, έσφιγγε στις φούχτες της μια αχνιστή κούπα καυτού καφέ Negrito και συνέχιζε να κλαίει με ρυθμικά αναφιλητά. «Δε μου συμβαίνει αυτό...δε μου συμβαίνει γαμώτι αυτό εμένα τώρα…».

«Καταρχάς ηρέμησε» ακούστηκε η ζεστή φωνή της Μάριον. «Και πες μου τι συνέβη»

Μόλις η Τζένιφεν τελείωσε την εξιστόρηση, η Μάριον της ζήτησε να επαναλάβει, γιατί δεν κατάφερε να διακρίνει καμία λέξη έτσι που σπάραζε. Τα ξάναπε.

«Σίγουρα θα υπάρχει μια λογική εξήγηση για όλα αυτά»

Η Τζένιφεν την κοίταξε.

«Καλά, θα δούμε τι θα κάνουμε» διόρθωσε η Μάριον.

Όμως η Τζένιφεν ήδη κοιμόταν με τον Negrito στη φούχτα της.


Κλιμάκωση

Ξύπνησε το πρωί, σκεπασμένη με μια απαλή κουβέρτα Coco-hest. Έτσι όπως οι κουτσοί καμιά φορά ξυπνούν νομίζοντας πως έχουν πόδι, έτσι και η Τζένιφεν ξύπνησε καλοδιάθετη, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά.

«Καλημέρα πριγκίπισσα» ακούστηκε η φωνή της Μάριον.
Η Τζένιφεν έσπασε.
«Ο Στέβεν πήρε τηλέφωνο στις εφτά το πρωί. Δεν τον έχω ξανακούσει έτσι»
«Δεν πιστεύω να του είπες ότι είμαι εδώ»
«Θεέ μου, Τζένιφεν. Άμα τον άκουγες πώς έκλαιγε…είπε έρχεται από δω»

Ο ήχος του κουδουνιού δόνησε το δωμάτιο.


Καθαρές κουβέντες

Η Μάριον αποσύρθηκε διακριτικά στο δωμάτιο, ενώ η Τζένιφεν άνοιγε την πόρτα.
«Άσε με να σου εξηγήσω. Σε παρακαλώ» είπε δακρυσμένος ο Στέβεν.
Και άρχισε να της εξηγεί.

….

«Τζένιφεν δεν είναι δυνατό να ζηλεύεις ένα τόσο μικρό κορίτσι. Δεν έχει καν βυζιά»
«Έχεις δίκιο Στέβεν…γιατί όμως να το μάθω έτσι»
«Εκεί έχω λάθος, και το παραδέχομαι. Αξίζει όμως να χαλάσουμε το σπιτικό μας για αυτό;»
«Μου υπόσχεσαι πως δεν θα ξαναγίνει;»
«Να βρεθώ με τη μικρή ή να μη στο πω;»

Σκάσανε στα γέλια. Ζήσανε ευτυχισμένοι και αποκτήσανε πολλά παιδιά.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ακομα γελαω με καποιες απο τις εκφρασεις σου. Πολύ αστειο το ποστ, ειδικα επειδη ειμαι τρελη φαν των αρλεκιν.

Ανώνυμος είπε...

Εγώ δεν κατάλαβα το στόρι: η πιτσιρίκα ήταν κόρη του ή απλως τον έβλεπε σαν πατέρα της;

Ανώνυμος είπε...

νο σμοκιτ

Ανώνυμος είπε...

H Τζενιφεν ειναι ενα Post μιγμα γκαζοζεν και τζιβαεριου. Μια αερινη φωνη, ενας σκοτεινος ηλιος που ζεσταινει τη μικρη γωνιτσα που εχει ο καθενας μεσα του και φυλαει τις ομορφιες και τις αγαπες.
Κριμα παντως να μην το γυρισει λιγο σε τζιβιτζιλικι: το οκλαδον (αληθεια τι χρωμα κιλοτα φοραγε;) προδιεθεταν αριστα.
Μπραβο στο συγγραφεα παντως αφου εκλεισε πονηρα το ματι στον αναγνωστη μετα σηκωσε αυστηρα το φρυδι.

Αδεκαστος...

makouras είπε...

Μη νομίζετε οτι διέφυγε του οξύνου αναγνώστη το συγκεκαλυμμένο product placement!
Αίσχος και ντροπή στους φανφαρο-κράτορες της μοντέρνας ερωτικής 'τέχνης'. Ένα ζάνρα αγνό και αγαθό εν τη πονηρεία του, κατήντησε η λογοτεχνική εκδοχή βίντεο κλιπ του Χρήστου Δάντη.
Ουέ!